συνουσιαστής

συνουσιαστής
ο, ΝΑ [συνουσιάζω]
νεοελλ.
αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με κάποιον
αρχ.
1. σύντροφος («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς εἶναι τὸν Μίνων», Πλάτ.)
2. μαθητής
3. στον πληθ. οἱ συνουσιασταί
αίρεση σύμφωνα με την οποία η θεία και η ανθρώπινη φύση ήταν στον Χριστό ενωμένες κατ' ουσίαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνουσιαστής — companion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστήν — συνουσιαστής companion masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστῶν — συνουσιαστής companion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστάς — συνουσιαστά̱ς , συνουσιαστής companion masc acc pl συνουσιαστά̱ς , συνουσιαστής companion masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιαστικός — ή, ό / συνουσιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνουσιαστής] αφροδισιακός αρχ. 1. κοινωνικός 2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.) 3. λάγνος, ασελγής …   Dictionary of Greek

  • φιλοσυνουσιαστής — ὁ, Α αυτός που τού αρέσει η συνουσία, η σαρκική επαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + συνουσιαστής (< συνουσιάζω / ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ԶՈՒԳԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0746 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. συζυγής, γεῖς conjux, junx Ի բառէս Զոյգք. Լծակից ըստ մարմնոյ. կողակից. ամուսին. ընկերը, այսինքն կնիկը կամ էրիկը. ... *Պարզամիտ բնութիւն եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”